- καπροφόνος
- καπρο-φόνος, Eber tötend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καπροφόνος — καπροφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, δολο φόνος] … Dictionary of Greek
καπροφόνος — killing wild boars masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek